- καταθρώσκω
- καταθρῴσκω (Α)πηδώ κάτω («καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + θρώσκω «πηδῶ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
συγκαταθρώσκω — Α πηδώ κάτω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταθρώσκω «πηδώ κάτω»] … Dictionary of Greek